- χοιρεών
- χοιρ-εών, ῶνος, ὁ,A pig-sty, Tz.H.11.429.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χοιρεών — ώνος, ὁ, Μ χοιροστάσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + κατάλ. εών (πρβλ. περιστερ εών)] … Dictionary of Greek
Χοιρέων — Χοίρη fem gen pl (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοιρέων — χοίρα sow fem gen pl (epic ionic) χοίρειος of a swine fem gen pl (epic) χοίρειος of a swine masc/neut gen pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοιρεῶσι — χοιρεών pig sty masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοίρος — (γουρούνι, sus scropha domesticus, Συς). Θηλαστικό της οικογένειας των συϊδών, της τάξης των αρτιοδάκτυλων. Πιθανόν οι διάφορες φυλές του προέρχονται από τον αγριόχοιρο, ο οποίος άρχισε να εξημερώνεται από την εποχή του λίθου (ο αγριόχοιρος είναι … Dictionary of Greek